- στειρωτικός
- -ή, -ό / στειρωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [στεφῶ, -ώνω]αυτός που αναφέρεται στην στείρωση ή που προκαλεί στείρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στειρωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί στείρωση: Πήρε στειρωτικά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στειρωτικαί — στειρωτικός making barren fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειρωτική — στειρωτικός making barren fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χημειοστειρωτικός — ή, ό, Ν το ουδ. ως ουσ. το χημειοστειρωτικό (βιολ. βιοχ.) κάθε χημική ένωση που χρησιμοποιείται κατά τών βλαβερών ζώων, συνήθως εντόμων, καθώς επιφέρει προσωρινή ή μόνιμη στείρωση τού ενός ή και τών δύο φύλων ή επειδή αποτρέπει την ωρίμαση τών… … Dictionary of Greek